συννέφεια

συννέφεια
ἡ, ΝΜΑ
βλ. συννεφιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συννεφιά — η / συννέφεια, ΝΜΑ, και λόγιος τ. συννέφεια Ν, και συννεφιά ΝΜ [συννεφής] επικάλυψη τού ουρανού με σύννεφα, συσσώρευση νεφών νεοελλ. μτφ. θλίψη, στενοχώρια («τα μάτια τζι ξεφέξασι, τη συννεφίαν έδιωξα», Ερωτόκρ.) μσν. μτφ. σκοτεινιά («ἵνα… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԲԱՐԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0025 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 13c գ. φυλακή custodia συννέφεια caelum nubilum. Համբար բարեաց գանձել յամպս. կամ պահարան ամպեղէն. ուստի վարի եւ իբր Համբարանոց. եւ իբր Համբարածու. (եբր. արաֆ. կաթիչ. ցօղիչ. յն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”